- ημετέρειος
- ἡμετέρειος, -ον (Α)ημεδαπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπ-ειος, ταρτάρ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμετέρειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρειον — ἡμετέρειος masc/fem acc sg ἡμετέρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετερείων — ἡμετέρειος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)